Η Ταορμίνα δεν είναι απλώς ένας τόπος. Είναι μια στάση αναπνοής. Ένα μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα, που σε κάνει να πιστεύεις πως μπορείς να δεις τη σκέψη σου να πλέει.
Το φως εδώ δεν έχει ώρες. Περνά ανάμεσα στα πεύκα, καθρεφτίζεται στα μάρμαρα, απλώνεται πάνω στις προσόψεις των σπιτιών όπως το μετάξι πάνω στο δέρμα. Οι μέρες κυλούν αργά, σαν να έχουν ξεχάσει ότι κάπου αλλού υπάρχει ρολόι.
Στα στενά, η μυρωδιά του λεμονιού και του καφέ μπλέκεται με εκείνη των λουλουδιών. Ένα παιδί γελά, ένα παράθυρο ανοίγει, ένας ηλικιωμένος κύριος ποτίζει βασιλικό. Τίποτα μεγαλοπρεπές ή επιβλητικό κι όμως όλα έχουν τη δική τους σημασία.
Εδώ, ακόμη και η σκιά έχει ρυθμό. Αν σταθείς στην άκρη του Teatro Greco, το βλέμμα σου δεν ξέρει τι να διαλέξει: το απέραντο μπλε, το χιόνι της Αίτνας, ή το μικρό καμπαναριό που επιμένει να χτυπάει σαν να κρατάει χρόνο μόνο για εκείνη την πόλη.
Στην Ταορμίνα μαθαίνεις κάτι απλό και δύσκολο: ότι η ομορφιά δεν έχει ανάγκη από σχέδιο. Ότι ο κόσμος είναι ήδη φτιαγμένος. Εσύ απλώς χρειάζεται να σταματήσεις για να τον δεις.
Καθόμουν σε ένα παγκάκι, κρατώντας ένα gelato που έλιωνε γρηγορότερα απ’ ό,τι μπορούσα να το απολαύσω. Η ζέστη, ο ήχος από τα βήματα των περαστικών, το φως που άλλαζε χρώμα πάνω στα πλακάκια. Όλα έμοιαζαν να μου ψιθυρίζουν την ίδια φράση: dolce far niente. Η γλύκα του να μην κάνεις τίποτα.
Να είσαι απλώς εκεί, ανάμεσα στη θάλασσα και στον ουρανό, χωρίς προσδοκία, χωρίς βιασύνη και να αισθάνεσαι πλήρης.
