Το φθινόπωρο κατεβαίνει στη Βουλιαγμένη αθόρυβα. Ο ήλιος χαμηλώνει λίγο νωρίτερα, τα χρώματα μαλακώνουν, κι ο αέρας έχει εκείνη τη λεπτή μελαγχολία που σε κάνει να αναπνέεις πιο βαθιά. Δεν υπάρχουν φωνές από τουρίστες ούτε ουρές στα μαγαζιά. Μόνο η θάλασσα που παραμένει πιστή στο ραντεβού της σαν να σου μιλάει σε χαμηλό τόνο.
Κάθομαι σ’ ένα μικρό τραπέζι, με θέα το φως που αλλάζει. Ένα σουβλάκι και μπίρα που θολώνει το ποτήρι. Τίποτα που να φωνάζει «πολυτέλεια». Κι όμως, γεύμα καταπληκτικό. Γιατί η πολυτέλεια δεν είναι στο πιάτο. Έίναι στον χρόνο που έχεις για να τον γευτείς.
Στο βάθος, δυο παιδιά γελούν. Ένα σκυλί κουλουριάζεται στη γωνία. Και κάπου ανάμεσα σε δυο μπουκιές και μια σκέψη, συνειδητοποιώ πως αυτό που αποκαλούσαμε «καθημερινό» είναι τελικά το πιο σπάνιο είδος ομορφιάς.
Κάνω μια βόλτα, αγναντεύω στωικά τη θάλασσα που κυματίζει κι έπειτα κάθομαι για παγωτό. Δεν είναι εποχή του, κι όμως το θέλω. Το κρατώ σαν μικρό πείσμα απέναντι στον χρόνο, σαν υπενθύμιση πως η χαρά δεν υπακούει σε εποχές. Το φθινόπωρο μπορεί να έχει ψύχρα, αλλά κρατά ακόμα λίγο καλοκαίρι μέσα του αρκεί να του δώσεις την ευκαιρία.
Η θάλασσα απέναντι παίρνει το χρώμα του κασσίτερου. Τα φώτα ανάβουν σιγά-σιγά και η μέρα υποχωρεί ευλαβικά. Μόνο με εκείνη τη φυσική ηρεμία των πραγμάτων που ξέρουν τη θέση τους στον κόσμο.
Σκέφτομαι πως η ευτυχία, ίσως, είναι κάτι τέτοιο: ένα απλό τραπέζι, καθαρή θέα, ένα φθινοπωρινό απόγευμα που δεν ζητά τίποτα. Και μια γεύση από σουβλάκι και παγωτό που θυμίζει πως η ζωή, όταν πάψει να προσπαθεί να εντυπωσιάσει, γίνεται ξαφνικά όμορφη.
