Γρανίτα λεμόνι στην Ορτυγία

Γρανίτα λεμόνι στην Ορτυγία

Η Ορτυγία ξυπνά αργά. Ο ήλιος γλιστρά πάνω στα σοκάκια σαν να μην θέλει να τα ενοχλήσει. Οι πρώτες καρέκλες στήνονται στα μικρά καφέ κι ο αέρας μυρίζει θάλασσα, καφέ και λεμόνι.

Στην Ορτυγία, τίποτα δεν αρχίζει απότομα. Όλα έχουν ρυθμό, ακόμη και η δροσιά. Κάθομαι σε ένα μικρό τραπεζάκι, δίπλα σε ένα παράθυρο που βλέπει στη Via Roma. Ο ήχος των βημάτων κι ένα φως που δεν καίει απλώς φωτίζει.

Παραγγέλνω γρανίτα λεμόνι. Όχι για να δροσιστώ αλλά για να σταματήσω τον χρόνο. Έρχεται μέσα σε ποτήρι παγωμένο. Η πρώτη κουταλιά ψυχρή, η δεύτερη έχει τη γεύση του καλοκαιριού, η τρίτη τη γεύση της σιωπής.

Κάποιος διαβάζει εφημερίδα, μια γυναίκα σηκώνει τα μαλλιά της για να τα στεγνώσει στον αέρα…

Κανείς δεν βιάζεται. Εδώ, το τίποτα έχει πρόγραμμα. Το λεμόνι αφήνει μια ελαφριά πικράδα στο στόμα σαν υπενθύμιση ότι και η ευτυχία χρειάζεται λίγο οξύ για να ξυπνήσει.

Η γλύκα έρχεται μετά, απρόσμενη, ήρεμη. Όπως οι μέρες στην Ορτυγία. Τίποτα δεν σου υπόσχονται κι όμως σου χαρίζουν περισσότερα απ’ όσα ζητάς.

Στην άκρη του δρόμου ένα ποδήλατο ακουμπισμένο στον τοίχο, μια γάτα κοιμάται κάτω από μια γλάστρα και η θάλασσα ακούγεται κάπου κοντά, όπως η ανάσα ενός φίλου που δεν χρειάζεται να μιλήσει.

Ίσως γι’ αυτό αγαπώ τη γρανίτα λεμόνι στην Ορτυγία. Γιατί δεν είναι απλώς γεύση. Είναι στάση. Μια ήρεμη υπενθύμιση ότι dolce far niente δεν σημαίνει απραξία  σημαίνει να επιτρέπεις στη ζωή να σε δροσίζει ακριβώς τη στιγμή που σταματάς να την κυνηγάς.