Ήταν ένα από αυτά τα βράδια που το σώμα σιωπά αλλά το μυαλό δεν ξεκουράζεται. Επέστρεφα σπίτι. Ο δρόμος άδειος, τα φώτα διάσπαρτα… Άνοιξα το παράθυρο. Άφησα τον αέρα να χτυπά το πρόσωπό μου, τη μουσική να γεμίζει το αυτοκίνητο και είπα στον εαυτό μου: θα το απολαύσω αυτό το βράδυ…
Δεν σκεφτόμουν τι με περιμένει το επόμενο πρωί. Μόνο το τώρα. Τα φώτα που έτρεχαν σαν χρυσές γραμμές στο παρμπρίζ, τον ήχο του κινητήρα που έμοιαζε με γρύλισμα, το νυχτερινό αεράκι που μύριζε ζωή.
Κι εγώ, μέσα σ’ αυτή τη νυχτερινή διαδρομή, ένιωσα κάτι που είχα καιρό να νιώσω: χαρά. Όχι την ενθουσιώδη, αλλά εκείνη τη σιωπηλή, την καθαρή, που δεν χρειάζεται τίποτα για να υπάρξει.
Και τότε είπα μέσα μου: Τι όμορφη που είναι η ζωή! Απλά, χωρίς στόμφο, χωρίς φόβο. Ένα σχεδόν παιδιάστικο ευχαριστώ για τη στιγμή. Για το ότι ακόμη μπορώ να νιώθω, να ακούω, να οδηγώ, να υπάρχω.
Να επιτρέπεις στο ασήμαντο να γίνει ιερό, να βρίσκεις νόημα εκεί που δεν χρειάζεται καμία εξήγηση. Τίποτα δεν είχε αλλάξει εκείνο το βράδυ. Κι όμως όλα ήταν διαφορετικά.
Ίσως αυτό να είναι το dolce far niente. Η στιγμή που το καθημερινό γίνεται αιώνιο. Η στιγμή που ακόμη κι η οδήγηση, αυτή η ρουτίνα που συνήθως σε κουράζει, μετατρέπεται σε προσευχή.
Γιατί, όσο κι αν δεν το παραδεχόμαστε, η ομορφιά της ζωής αποκαλύπτεται πάντα λίγο πριν θυμηθούμε πόσο εύθραυστη είναι.
