Όταν έφτασα στο Σούνιο ήταν ήδη απόγευμα. Ο ουρανός είχε εκείνη τη γαλήνη πριν τη δύση. Τη σιωπή που προμηνύει κάτι ιερό. Πάρκαρα λίγο πιο πίσω και άρχισα να περπατώ προς τον ναό του Ποσειδώνα. Ο αέρας μύριζε θυμάρι και αλμύρα κι όσο πλησίαζα, ένιωθα πως το βλέμμα μου καθάριζε σαν να γινόταν κι αυτό κομμάτι του τοπίου.
Ο ναός στέκει εκεί από τον 5ο αιώνα π.Χ., φτιαγμένος από το λευκό μάρμαρο της Αγρολίδας, όταν η Αθήνα ζούσε την εποχή του Περικλή. Τόπος ιερός για τους θαλασσινούς που ξεκινούσαν ταξίδια χωρίς βεβαιότητα επιστροφής, μα και τόπος στοχασμού για όσους έμαθαν να σιωπούν μπροστά στο φως. Στην πέτρα του έχουν χαράξει τα ονόματά τους ταξιδιώτες και ποιητές. Ανάμεσά τους λένε κι ο Λόρδος Βύρωνας. Λες κι ήθελαν να αφήσουν κάτι δικό τους σ’ αυτό που κανείς δεν μπορεί να κατέχει. Τη στιγμή.
Περπάτησα ως την άκρη του βράχου, εκεί όπου ο ουρανός συναντά το Αιγαίο. Ο ήλιος βούτηξε σιγανά στο νερό, βάφοντας τα πάντα στο χρώμα του χαλκού. Κι ενώ γύρω μου οι άνθρωποι τραβούσαν φωτογραφίες, εγώ απλώς στάθηκα. Δεν ήθελα να θυμάμαι το τοπίο. Ήθελα μόνο να το νιώσω.
Εκεί, στο Σούνιο, καταλαβαίνεις πως το dolce far niente δεν είναι αδράνεια. Είναι μια πράξη συμφιλίωσης με τον χρόνο. Να μην κάνεις τίποτα, ναι, γιατί ήδη είσαι μέσα σε όλα. Ο ήλιος δύει, η θάλασσα καθρεφτίζει κι εσύ, για μια φορά, δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις για τίποτα.
Ίσως αυτό να είναι τελικά η αληθινή πολυτέλεια. Να στέκεσαι σιωπηλός στην άκρη του κόσμου και να αισθάνεσαι πλήρης.
